αποψιλωτικός

αποψιλωτικός
-ή, -ό
αυτός που συντελεί στην αποψίλωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποψίλωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποψιλωτικός — ή, ό αυτός που συντελεί στην αποψίλωση, στην αποτρίχωση: Υπάρχουν σήμερα πολλά αποψιλωτικά παρασκευάσματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκσυρτικός — ἐκσυρτικός, ή, όν (Α) αποψιλωτικός, κατάλληλος για αποψίλωση …   Dictionary of Greek

  • ψιλωτικός — ή, ό / ψιλωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψιλῶ] αυτός που συντελεί στην ψίλωση, αποψιλωτικός (α. «ψιλωτικό φάρμακο» β. «ἀλωπεκία τὸ πάθος τὸ ψιλωτικὸν τῶν τριχῶν καὶ γενείων», Μέγα Ετυμολογικόν) μσν. γραμμ. (για τους Ίωνες και τους Αιολείς) αυτός που αγαπά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”